άδαρτος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδαρτος, -ον)
αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος
νεοελλ.
αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που το χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν για να τά χρησιμοποιήσουν στο φαγητό ή σε γλύκισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δαρτός < ἐδάρην, παθ. αόρ. β΄ του δέρω
νεοελλ.
άδειρτος < έδειρα, αόρ. του δέρνω].