αχτύπητος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

και ακτύπητος, -η, -ο
1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί
2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος
3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος
4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί
5. (για το γάλα) αυτό που δεν αναταράχθηκε ώστε να αποβουτυρωθεί
6. (για αβγά) αυτό που δεν χτυπήθηκε με ζάχαρη
7. (για συγγράμματα) αυτός που δεν τυπώθηκε
8. (για πρόσωπα) αυτός που δεν προσβλήθηκε από κάποια ασθένεια (κυρίως ψυχική)
9. νεοελλ. θαυμάσιος, ασύγκριτος, υπέροχος («αχτύπητο αστείο, έργο, αυτοκίνητο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + κτυπώ].