αἰάζω (Α)1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ.ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτόςμσν.αἰαγμός, αἴασμαι.