αιάζω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

αἰάζω (Α)
1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ
2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός
μσν.
αἰαγμός, αἴασμαι.