Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
αἰάζω (Α)1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ.ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτόςμσν.αἰαγμός, αἴασμαι.