ηθικότητα

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἠθικότης) ηθικός
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του ηθικού ανθρώπου, χρηστότητα, τιμιότητα, αρετή
2. (φιλοσ.) η συμφωνία της βούλησης προς τον ηθικό νόμο η οποία προέρχεται από αγνή διάθεση
αρχ.
ο ηθικός λόγος, η προσήνεια, η ευπροσηγορία.