θελεμός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

όν, epith. of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv.

   A -μῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.

Greek (Liddell-Scott)

θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027˙ ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός˙ καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θελεμός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός
θέληση, βούλησηθελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση του αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του
2. ήρεμος, ήσυχος.
επίρρ...
θελεμῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο του θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση του αρχαίου].