θαλασσοπούλι

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. γενική κοινή ονομασία πουλιών που ζουν κοντά στη θάλασσα ή είναι γνήσια πελαγικά
2. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος
3. μικρό ταχύπλοο σκάφος.