θαλασσόλυκος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο πολύ έμπειρος ναυτικός, αυτός που έχει ταξιδεύσει για πολύ καιρό και έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα
2. αυτός που έχει υποστεί πολλά δεινά στη ζωή του και τά έχει αντιμετωπίσει με θάρρος και ηρωισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. loup de mer «λύκος της θάλασσας»].