(Α ἐνθλῶ, -άω και ιων. τ. ἐνθλάω) θλωκοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώαρχ.εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα.