ἱππάκη, ἡ (Α) ίππος1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσιτοῡτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)2. είδος φυτού.