θρύαλλον

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

τό,

   A shower of smuts from a distant bonfire, Vett.Val. 345.22.

Greek Monolingual

θρύαλλον, τὸ (Α)
βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -αλλον (πρβλ. γνάφ-αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό].