θρύαλλον

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύαλλον Medium diacritics: θρύαλλον Low diacritics: θρύαλλον Capitals: ΘΡΥΑΛΛΟΝ
Transliteration A: thrýallon Transliteration B: thryallon Transliteration C: thryallon Beta Code: qru/allon

English (LSJ)

τό, shower of smuts from a distant bonfire, Vett.Val. 345.22.

Greek Monolingual

θρύαλλον, τὸ (Α)
βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -αλλον (πρβλ. γνάφαλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό].