θριπήδεστος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι)

   A worm-eaten, ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3, cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but -οι 1629.328.    2 σφραγίδια θ. seals made of worm-eaten wood, Ar.Th.427, cf. Sch.    3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to -έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)

German (Pape)

[Seite 1219] wurmstichig; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. θριπώδης.

Greek (Liddell-Scott)

θρῑπήδεστος: -ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, ξύλον, ῥίζα Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ ἔπειτα σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς πολλάκις ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, οἷον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 (ἔνθα κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; sel. d’autres sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;
Sp. irrég. θριπηδέστατος.
Étymologie: θρίψ, ἔδω.

Greek Monolingual

θριπήδεστος, -ον (Α)
1. σκουληκοφαγωμένος
φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» — τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, -ιπός + -ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση της αρχικής συλλαβής λόγω της συνθέσεως].