θριπώδης
From LSJ
English (LSJ)
θριπῶδες, full of wood-worms, in Sup. θριπωδέστατον, ξύλον Thphr. HP3.8.5 vulg.; θριπηδέστατον cod. Urb. (v. θριπήδεστος).
German (Pape)
[Seite 1219] ες, dem Wurmstich ausgesetzt, Theophr., wo für θριπωδέστατον – θριπηδέστατον conjleirt wird.
Greek (Liddell-Scott)
θρῑπώδης: -ες, (εἶδος) σκωληκόβρωτος, ἐσφ. γραφ. ἐν Θεοφρ.· ἴδε θριπηδέστατος.
Greek Monolingual
θριπώδης, -ες (Α) θριψ
σαρακοφαγωμένος.