καλάπους

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, (κᾶλον)

   A shoemaker's last, Pl.Smp.191a, Poll. 10.141:—also κᾱλόπους, v.l. in Pl. l.c., cf. Poll.2.195, Gal.Thras. 43, Edict.Diocl.9.1a, EM486.6.    II a kind of servant, Suid.s.v. ὄνον ὄρνιν, οἰωνοί ( = Sch.Ar.Av.722).

German (Pape)

[Seite 1307] s. καλοπόδιον, καλόπους.

French (Bailly abrégé)

v. καλόπους.

Greek Monolingual

καλάπους, ὁ (Α)
ξύλινο πόδι, καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς
άλλος τ. του καλόπους (βλ. και λ. καλαπόδι)].