η (Α ἰσονομία, ιων. τ. ἰσονομίη) ισόνομοςισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πολιτική ισότητα («ἰσονομία ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῑκας», Πλάτ.)αρχ.ίση διανομή, ίσο μερίδιο, αναλογία, ισορροπία.