κακοποίηση

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM κακοποίησις) κακοποιώ
νεοελλ.
1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη
2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά
3. βιασμός, ατίμωση διά της βίας
4. κακή χρήση, διαστρέβλωσηκακοποίηση της αλήθειας»)
μσν.-αρχ.
κακοποιία, κακή πράξη, το να κάνει κανείς κακό.