διαστρέβλωση

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η (AM διαστρέβλωσις)
διαστρεβλώ
1. η αλλοίωση που προέρχεται από στρέβλωση, παραμόρφωση
2. παραποίηση, τροποποίησηδιαστρέβλωση λόγων»).