καλαμιά

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ καλαμιά) καλαμία
1. το καλάμι του σταχιού, η ράπη
2. το καλάμι («λυγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι», δημ. τραγ.)
3. παροιμ. «απόμεινε σαν την καλαμιά στον κάμπο»
(για τέλεια εγκατάλειψη) έμεινε έρημος, απομονωμένος, απροστάτευτος
4. καλαμιώνας
μσν.
χωράφι στο οποίο απομένει μέρος από τα στελέχη του σιταριού ή του κριθαριού μετά τον θερισμό.