καλαμιά
Greek Monolingual
η (Μ καλαμιά) καλαμία
1. το καλάμι του σταχιού, η ράπη
2. το καλάμι («λυγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι», δημ. τραγ.)
3. παροιμ. «απόμεινε σαν την καλαμιά στον κάμπο»
(για τέλεια εγκατάλειψη) έμεινε έρημος, απομονωμένος, απροστάτευτος
4. καλαμιώνας
μσν.
χωράφι στο οποίο απομένει μέρος από τα στελέχη του σιταριού ή του κριθαριού μετά τον θερισμό.