ισάδα

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ισιάδα, η
1. η ιδιότητα του ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα
2. ίσος και ομαλός δρόμος
3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παραγ. κατάλ. -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα, φρονιμ-άδα)].