καταθλιπτικός

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. δυσβάστακτος, καταπιεστικός («καταθλιπτική φορολογία»)
2. αυτός που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά θλίψη (α. «καταθλιπτική ατμόσφαιρα» β. «καταθλιπτικό περιβάλλον»)
3. φρ. «καταθλιπτική αντλία» — αντλία που λειτουργεί με ισχυρή πίεση.
επίρρ...
καταθλιπτικά και καταθλιπτικώς
με καταθλιπτικό τρόπο, επαχθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].