κλαδοτομῶ, -έω (Α)κόβω τα περιττά κλαδιά από αμπέλι, κλαδεύω αμπέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (I) + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καρατομώ, υλο-τομώ].