κλαδοτομώ

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

κλαδοτομῶ, -έω (Α)
κόβω τα περιττά κλαδιά από αμπέλι, κλαδεύω αμπέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (I) + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καρατομώ, υλο-τομώ].