κίναιδος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A catamite, Pl.Grg.494e, etc.: generally, lewd fellow, Herod.2.74, PSI5.483.1 (iii B.C.), Arcesil. ap. Plu.2.126a.    2 public dancer(?), PTeb.208 (i B.C.), perh. also CIG4926 (Philae).    3 pl., obscene poems, D.L.9.110.    II a sea-fish, Plin.HN32.146.    III = κιναίδιον, Gal.12.740,800.

German (Pape)

[Seite 1439] ὁ (von κινέω wie κίναδος, ohne daß an eine Zusammensetzung κινεῖν τὴν αἰδῶ, oder gar κενὸς τῆς αἰδοῦς zu denken), ein Mensch, der widernatürliche Unzucht treibt u. mit sich treiben läßt, übh. unzüchtiger, verworfener Mensch; die VLL. erkl. ἀσελγής, μαλακός; Plat. Gorg. 494 u. Sp., wie Luc. as. 35 (fem.); Plut. de san. tuend. p. 381 μηδὲν διαφέρειν ὄπισθέν τινα ἢ ἔμπροσθεν εἶναι κίναιδον. – Ein Seefisch, Opp. Hal. 1, 127, Schneider. – Ein Edelstein, Arr. Ind. 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κίναιδος: ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ καταπύγων· καθόλου αἰσχρός, κακοήθης ἄνθρωπος, Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. μαργαρίτης, Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
infâme débauché, inverti.
Étymologie: DELG mot familier et pop., de κινέω, αἰδοῖα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κίναιδος)
ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης