παθητικός

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰθητικός Medium diacritics: παθητικός Low diacritics: παθητικός Capitals: ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pathētikós Transliteration B: pathētikos Transliteration C: pathitikos Beta Code: paqhtiko/s

English (LSJ)

παθητική, παθητικόν,
A capable of emotion, δύναμις Ti.Locr.102e, cf. Porph.Abst.2.39, Jul.Or.6.183d: c. gen. rei, capable of feeling, Arist.EN1105b24.
2 sensuous, impassioned, pathetic, ἐποποιία Id.Po. 1459b9; λέξις Id.Rh.1408a10; ἐκ τῶν παθητικῶν λέγειν = describe the symptoms of emotion, ib.1417a36; τὸ παθητικόν = emotional style, Cic. Orat.37. Adv. παθητικῶς, λέγειν Arist.Rh.1408a24; παθητικῶς εἰρῆσθαι ib.1395a21.
II receptive, passive, opp. ποιητικός, Id.GC324a7, Metaph.1021a15, Ph.255a35, al.; παθητικαὶ ποιότητες affective, Id.Cat.9a28; τὸ παθητικὸν μόριον (sc. τῆς ψυχῆς) emotional, Id.Pol.1254b8, cf. Ph.202a23, al.; liable to πάθη, [ζῷα] Thphr. CP1.22.3; τῆς ψυχῆς τὸ φανταστικὸν καὶ παθητικόν Zeno Stoic.1.56. Adv. παθητικῶς, σώματα παθητικῶς κινούμενα = passively, without resistance or without effort, Plu.2.1111e; χωρεῖν Iamb.Myst.1.18.
2 Gramm., passive, ῥήματα D.H.Amm. 2.2, cf. 7, A.D.Synt.150.19, al. Adv. παθητικῶς = in the passive, ib.276.20.
3 Astrol., παθητικὸν ζῴδιον = παθικόν, Vett. Val.113.24. Adv. παθητικῶς Ptol.Tetr.172.
4 π. στέγνωσις = morbid constriction of the pores, Sor.1.29.

German (Pape)

[Seite 437] leidend, der Empfindung fähig, empfindlich; ψυχή, Tim. Locr. 102 e; Arist. categ. 6; τινός, eth. 2, 5 u. öfter, u. Folgde. – Dah. gefühlvoll, mit leidenschaftlichem Ausdrucke, pathetisch, Arist. rhet. 3, 7; παθητικῶς λέγειν, ib. u. sp. Rhett.; – παθητικὸν ῥῆμα, bei den Gramm. verbum passivum; u. so auch παθητικῶς λέγειν, im pass.; auch vom med., E. M. 353, 46.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 accessible aux impressions extérieures, capable de sentir, sensible;
2 émouvant, propre à émouvoir, pathétique;
3 t. de gramm. passif ; ἡ παθητική (διάθεσις) la voix passive.
Étymologie: πάσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παθητικός -ή -όν [παθητός] pass. gevoelig, gevoels-, emotioneel:; τὸ παθητικὸν μόριον het gevoelsdeel (van de ziel) Aristot. Pol. 1254b8; met gen. gevoelig, ontvankelijk voor. act. lijden uitbeeldend; Aristot. Poët. 1459b9; adv. παθητικῶς met gebruikmaking van het gevoel. Aristot. Rh. 1395a23.

Russian (Dvoretsky)

πᾰθητικός: 3
1 впечатлительный, восприимчивый, чувствительный (ψυχή Plat.);
2 волнующий, потрясающий, полный страстей (τραγῳδία Arst.);
3 подвергающийся внешнему воздействию, рецептивный, страдательный (δύναμις ποιητικὴ καὶ παθητική Arst.);
4 грам. страдательный, пассивный (ῥῆμα).

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ΑΜ παθητικός, -ή, -όν) παθητός
1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση»)
2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία»)
3. γραμμ. αυτός που δηλώνει ότι το υποκείμενο πάσχει, δέχεται, υφίσταται την ενέργεια κάποιου άλλου, δηλ. του ποιητικού αιτίου («παθητική διάθεση ρημάτων»)
νεοελλ.
1. αυτός που κρατάει κακία στην ψυχή του, εμπαθής, μνησίκακος
2. το ουδ. ως ουσ. το παθητικό α) λογαριασμός που αφήνει έλλειμμα ή προκαλεί ζημία
β) το σύνολο τών οικονομικών υποχρεώσεων ατόμου ή επιχείρησης
γ) μτφ. (για πρόσ.) το σύνολο τών μειονεκτημάτων
3. φρ. α) «παθητικός δορυφόρος»
αστρον. δορυφόρος μη εφοδιασμένος με επιστημονικά όργανα ο οποίος χρησιμοποιείται μόνο για να παρακολουθείται η συμπεριφορά του, λ.χ. οι μεταβολές και η εξέλιξη της τροχιάς του
β) «παθητικός ομοφυλόφιλος» — ομοφυλόφιλο άτομο αρσενικού γένους του οποίου η ερωτική παρέκκλιση εντοπίζεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά στο να κρατάει στην ομοφυλοφιλική ερωτική συνεύρεση τον ρόλο του θηλυκού
γ) «παθητικό βραχυπρόθεσμο» — το σύνολο τών υποχρεώσεων επιχείρησης που λήγουν σε χρονικό διάστημα μικρότερο από ένα έτος
δ) «παθητικό εικονικό» — ανύπαρκτες υποχρεώσεις που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία είτε από δόλο είτε από παραδρομή
ε) «παθητικό ληξιπρόθεσμο» — το απαιτητό παθητικό, δηλ. το σύνολο τών υποχρεώσεων που έληξαν και είναι απαιτητές από τους δικαιούχους
στ) «παθητικό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο» — το σύνολο τών υποχρεώσεων της επιχείρησης που λήγουν σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος
ζ) «παθητικό πραγματικό» — το σύνολο τών υφιστάμενων υποχρεώσεων της επιχείρησης προς τρίτους
η) «παθητικό νεύρο»
ιατρ. το νεύρο της τέταρτης εγκεφαλικής συζυγίας, το πιο λεπτό τών εγκεφαλικών νεύρων
αρχ.
1. ο υποκείμενος σε πάθηση, ο δεκτικός παθημάτων
2. (κατ' επέκτ.) ο ευαίσθητος
3. αυτός που μπορεί να αισθάνεται κάτι
4. το ουδ. ως ουσ. το συγκινητικό ύφος γραψίματος
5. φρ. α) «τὸ παθητικὸν μόριον τῆς ψυχῆς» — το τμήμα της ψυχής το οποίο δέχεται εντολές, εντυπώσεις, δηλ. το άλογον
β) «παθητικαὶ ποιότητες» — ποιότητες που προκαλούν πάθος, συγκίνηση
γ) «παθητική στέγνωσις» — σύσφιγξη τών πόρων
δ) «ἐκ τῶν παθητικῶν λέγειν» — το να λέγει κανείς παθητικά, συγκινητικά πράγματα.
επίρρ...
παθητικώς και -ά (ΑΜ παθητικῶς)
1. με πάθος, με συγκίνηση («τραγούδησε παθητικά»)
2. χωρίς προσωπική ενέργεια ή προσπάθεια («αντιμετωπίζει τη μοίρα του παθητικά».)
3. γραμμ. στην παθητική φωνή, στον παθητικό τύπο
νεοελλ.
με μνησικακία («του μίλησε παθητικά για να τον πληγώσει»).

Greek Monotonic

πᾰθητικός: -ή, -όν (παθεῖν
1. επιδεκτικός στο συναίσθημα, ικανός να νιώσει κάτι, με γεν., σε Αριστ.
2. γεμάτος πάθος, παθητικός, στον ίδ.· επίρρ., παθητικῶς λέγειν, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰθητικός: -ή, -όν, ὁ ὑποκείμενος εἰς πάθησιν, ἐπιδεκτικὸς παθήσεως, εὐαίσθητος, ψυχὰ Τίμ. Λοκρ. 102Ε· - μετὰ γενικ. πράγμ., ὁ δυνάμενος νὰ αἰσθάνηταί τι, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 2. 5, 2. 2) πλήρης πάθους, τραγῳδία ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 1· λέξις ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 3. 7, 3· ἐκ τῶν παθ. λέγειν, λέγειν παθητικὰ πράγματα, αύτόθι 3. 16, 10. - Ἐπίρρ., παθητικῶς λέγειν αὐτόθι 3. 7, 11· παθ. εἰρῆσθαι αὐτόθι 2. 21, 13. ΙΙ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητικός, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6, Φυσ. 8. 4, 13, κ. ἀλλ.· παθ. ποιότητες ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8. 8· τὸ παθητικὸν μόριον (ἐξυπακ. τῆς ψυχῆς) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 5, 6, πρβλ. Φυσ. 3. 3, 2, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. παθητικῶς κινεῖσθαι, ἄνευ ἀντιστάσεως ἢ προσπαθείας τινός, Πλούτ. 2. 1111Ε. 2) ἐπὶ ῥημάτων, ὁ π., ἡ παθητικὴ φωνή, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον. π. Συντάξ. 276.

Middle Liddell

πᾰθητικός, ή, όν παθεῖν
1. subject to feeling, capable of feeling a thing, c. gen., Arist.
2. impassioned, pathetic, Arist.:—adv., παθητικῶς λέγειν Arist.