κονιοποιώ

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μεταβάλλω στερεή ουσία σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, λειοτριβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κονιορτο-ποιώ, τακτο-ποιώ. Η λ. στη μτχ. κονιοποιούμενος μαρτυρείται από το 1886 στον Παύλο Ιωάννου].