κοινωνικότητα
Greek Monolingual
η κοινωνικός
1. η τάση προς συμβίωση με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και η προσαρμογή στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβίωση αυτή
2. η ιδιότητα του κοινωνικού ανθρώπου, η καλή κοινωνική συμπεριφορά και η γνώση τών τρόπων καλής συμπεριφοράς, ευπροσηγορία, προσήνεια
3. επιδίωξη συναναστροφής με άλλους, αγάπη τών συναναστροφών.