κοινωνικότητα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η κοινωνικός
1. η τάση προς συμβίωση με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και η προσαρμογή στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβίωση αυτή
2. η ιδιότητα του κοινωνικού ανθρώπου, η καλή κοινωνική συμπεριφορά και η γνώση τών τρόπων καλής συμπεριφοράς, ευπροσηγορία, προσήνεια
3. επιδίωξη συναναστροφής με άλλους, αγάπη τών συναναστροφών.