λάλαξ

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

[λᾰλ], ᾰγος, ὁ,

   A babbler, croaker: a name of the green frog (κέρβερος), and of a bird, Hsch.; cf. βάβαξ.

German (Pape)

[Seite 9] αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.

Greek (Liddell-Scott)

λάλᾰξ: ᾰγος, ὁ, κεκράκτης, «φωνακλᾶς»˙ ὄνομα τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.˙ πρβλ. βάβαξ. Πρβλ. λαλέω˙ - κατά τινας καὶ εἶδος ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.

French (Bailly abrégé)

αγος (ὁ) :
le « jaseur » :
1 grenouille verte, animal;
2 sorte d’oiseau.
Étymologie: λαλέω.

Greek Monolingual

λάλαξ, -αγος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά)
φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση -γ- (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)].