λαβδακισμός

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ὁ, lambdacism, lallation (λάμβδα, λάβδα) a defect in pronunciation, Quint.Inst.1.5.32 (pl.), Diom.453 K.

German (Pape)

[Seite 1] ὁ, Lambdazismus, λαμβδακισμός (err.)

French

labdacisme, lambdacisme

Greek Monolingual

ο (Α λαβδακισμός) λαβδακίζω
1. η συχνή χρήση του λ
2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως διπλού λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό.