λαβδακίζω

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek (Liddell-Scott)

λαβδακίζω: λαβδακισμός, ἴδε ἄρθρ. Λ λ. ἐν ἀρχῇ.

Greek Monolingual

λαβδακίζω)
μεταχειρόζομαι συχνά το Α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβδα, κατά τα ιωτακίζω, ητακίζω].