μελῴδημα

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A melodic interval, ib.1145a.

German (Pape)

[Seite 129] τό, der Gesang, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μελῴδημα: τό, μελῳδία, μέλος, ᾆσμα, Πλούτ. 2. 1145Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chant.
Étymologie: μελῳδέω.

Greek Monolingual

το (ΑM μελῴδημα) μελωδώ
τραγούδι, άσμα, μελωδία
μσν.
ψαλμός.