μελῴδημα

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῴδημα Medium diacritics: μελῴδημα Low diacritics: μελώδημα Capitals: ΜΕΛΩΔΗΜΑ
Transliteration A: melṓidēma Transliteration B: melōdēma Transliteration C: melodima Beta Code: melw/|dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, melodic interval, ib.1145a.

German (Pape)

[Seite 129] τό, der Gesang, K. S.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chant.
Étymologie: μελῳδέω.

Russian (Dvoretsky)

μελῴδημα: ατος τό песнь, напев, мелодия Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελῴδημα: τό, μελῳδία, μέλος, ᾆσμα, Πλούτ. 2. 1145Α.

Greek Monolingual

το (ΑM μελῴδημα) μελωδώ
τραγούδι, άσμα, μελωδία
μσν.
ψαλμός.