ο (Α ἀκοντισμός) ἀκοντίζωη ακόντισηνεοελλ.αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμούμσν.(για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα.