ακοντισμός

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀκοντισμός) ἀκοντίζω
η ακόντιση
νεοελλ.
αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού
μσν.
(για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα.