ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
το (Μ ἀναπήδημα)
ξεπήδημα, ανάβλυση
νεοελλ.
1. το εκ νέου πήδημα
2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση.