αναπήδημα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀναπήδημα)
ξεπήδημα, ανάβλυση
νεοελλ.
1. το εκ νέου πήδημα
2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση.