ακρότητα

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀκρότης) ἄκρος
έλλειψη μέτρου, υπερβολή, κατάχρηση
αρχ.
1. η μεγαλύτερη ένταση, ο ψηλότερος βαθμός, δυναμικότητα
2. έσχατο σημείο, άκρο
3. τελειότητα, κορυφή, αποκορύφωμα.