ἀλυσιτέλεια

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A damage, prejudice, Plb.4.47.1.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, Schaden, Verlust, Pol. 4, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡσῐτέλεια: ἡ, βλάβη, ζημία, Πολύβ. 4, 47, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inconveniente, desventaja ἀ. καὶ δυσχρηστία Plb.4.47.1.

Greek Monolingual

η (Α ἀλυσιτέλεια) ἀλυσιτελής
έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά.