ἀμήρυτος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A not to be wound up, i.e. tedious, γῆρας A.R.2.221; λόγοι Com.Adesp.837; μάθησις Phld.Herc.873.8; ἥλιοι Anon. ap. Stob.3.28.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμήρῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. ἀτελείωτος, ὀχληρός, γῆρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20.

Spanish (DGE)

(ἀμήρῠτος) -ον
1 interminable, γῆρας A.R.2.221, λόγοι Com.Adesp.837, μάθησις Phld.Herc.873.8, ἥλιοι Anon. en Stob.3.28.21, cf. Hsch., AB 387, Phot.p.91R., EM 1076.
2 infinito εἰς ἀμήρυτον μέντοι καὶ ἀκατάληπτον Cyr.Al.M.73.25, cf. ἀ. ἀριθμός Cyr.Al.M.73.173C.
3 inaprensible en su desarrollo τόκος Synes.Hymn.1.249.

Greek Monolingual

ἀμήρυτος, -ον (Α) μηρύομαι
1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος
2. ανιαρός, βαρετός.