ἀμφιμήκης

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἀριθμός

   A containing length of both kinds, i.e. sum of odd and even, Iamb.in Nic.p.12.21 P.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμήκης: ἐπιμήκης, μεταγεν.

Spanish (DGE)

-ες
que contiene dos tipos de longitud e.d. que suma par e impar ἀριθμός Iambl.in Nic.12.21.

Greek Monolingual

ἀμφιμήκης, -ες (ΑΜ)
1. άρτιος, ζυγός (αριθμός)
2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)].