ἀμφιμήκης
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ἀριθμός containing length of both kinds, i.e. sum of odd and even, Iamb.in Nic.p.12.21 P.
Spanish (DGE)
-ες
que contiene dos tipos de longitud e.d. que suma par e impar ἀριθμός Iambl.in Nic.12.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμήκης: ἐπιμήκης, μεταγεν.
Greek Monolingual
ἀμφιμήκης, -ες (ΑΜ)
1. άρτιος, ζυγός (αριθμός)
2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)].