ἀμφιμήκης, -ες (ΑΜ)1. άρτιος, ζυγός (αριθμός)2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)].