αναδιφώ

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναδιφῶ)
νεοελλ.
1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα
2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως
αρχ.
αναζητώ ψηλαφίζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση].