(-άω) (Α ἀναδιφῶ)νεοελλ.1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα2. μελετώ, εξετάζω επισταμένωςαρχ.αναζητώ ψηλαφίζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω».ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση].