επισταμένως
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Greek Monolingual
(AM ἐπισταμένως)
επίρρ. νεοελλ. προσεκτικά, με γνώση και πείρα («να ερευνήσει επισταμένως»)
αρχ.-μσν.
με ικανότητα, με γνώση («λόγον ἐκκορυφώσω εὖ καὶ ἐπισταμένως», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. επιστάμενος του επίσταμαι].