ἀναιμία

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of blood, Arist.PA652b26.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, Blutlosigkeit, Arist. part. an. 2. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιμία: ἡ, ἔλλειψις αἵματος, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 2. 7, 8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ carencia de sangre Arist.PA 652b26.

Greek Monolingual

η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.