αναφορέας

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀναφορεύς)
1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα
νεοελλ.
αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ
αρχ.
λουρί με το οποίο κρατιέται ξίφος ή ασπίδα.