ανόσιος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἀνόσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)
ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων
2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.