αντικρύζω

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αντίκρυ
1. βρίσκομαι αντίκρυ
2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου
3. συναντώ
4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω
5. αντιλέγω, αυθαδιάζω
6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου»).