απαλλαγή
Greek Monolingual
η (AM ἀπαλλαγή)
1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο
2. τέλος, θάνατος
«την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα)
αρχ.
«ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω» — φέρνει τον θάνατο ευκολότερα και γρηγορότερα (Θεόφρ.)
νεοελλ.
ελάφρυνση, αποδέσμευση από κάποια υποχρέωση («φορολογική απαλλαγή», «πήρε απαλλαγή από τον στρατό»)
αρχ.
1. διάλυση του γάμου
2. αναχώρηση ή τα μέσα για αναχώρηση ή διαφυγή.