λύτρωση
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
Greek Monolingual
η (AM λύτρωσις, -έως) λυτρώνω
απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.)
αρχ.
1. η απελευθέρωση πράγματος που βρίσκεται σε υποθήκη, αφού πληρωθούν τα οφειλόμενα
2. απαλλαγή από υποχρέωση
3. φρ. «λύτρωσις ὕδατος» — πηγή νερού.