αοιδός
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀοιδός) αείδω
1. ο συνθέτης και εκτελεστής ασμάτων, κυρίως επικών
2. ο τραγουδιστής, θηλ. η τραγουδίστρια, νεοελλ. κυρίως του λυρικού θεάτρου, της όπερας
αρχ.
1. αυτός που θεραπεύει με επωδούς, ο εξορκιστής
2. θηλ. η τραγουδίστρια
αποδίδεται στο αηδόνι (Ησίοδος), στη Σφίγγα (Σοφοκλής), στη Μούσα (Ευριπίδης, Θεόκριτος)
3. ο αοίδιμος
4. ως επίθ. μελωδικός, αρμονικός.