αποβάλλω

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀποβάλλω)
1. βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου («αποβάλλω τα ενδύματα», «αποβάλλω το προσωπείο» — δείχνω ποιος είμαι πραγματικά)
2. αποπέμπω, απομακρύνω (φρ. νεοελλ. «τον απέβαλαν από το σχολείο, απεβλήθη της αιθούσης» κ.λπ.)
3. (για έγκυο γυναίκα) γεννώ πρόωρα, ατελές ή νεκρό
αρχ.
1. εκθέτω βρέφος
2. ρίχνω πέρα, παρατώ
3. χάνω
4. παραπέμπω
5. (για ζώα) χάνω το τρίχωμα, το δέρμα κ.λπ. και βγάζω νέο.